- φακιρισμός
- ο, Ν1. η ιδιότητα και η τέχνη τού φακίρη2. μοιρολατρεία3. (ειδικότερα) το σύνολο τών υπερφυσικών φαινομένων τών οποίων η εκδήλωση αποδίδεται στις δυνάμεις τών φακίρηδων.[ΕΤΥΜΟΛ. < φακίρης + κατάλ. -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.